-
1 επιρρυομαι
См. также в других словарях:
επιρρύομαι — ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι] (αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
1 επιρρυομαι
επιρρύομαι — ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι] (αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek